- κτηνηδον
- κτηνηδόνκτηνη-δόνadv. подобно скоту, по-скотски
(μισγόμενοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μισγόμενοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κτηνηδόν — (Α) επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, λεοντ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κτηνηδόν — like beasts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek